-
1 стиль
-я α.1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•
готический γοτθικό στυλ•
древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•
газетный стиль το στυλ εφημερίδων•
лаконический λακωνικό στυλ•
стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•модный стиль μοντέρνο στυλ•
у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.
3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•старый стиль το παλιό ημερολόγιο•
новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.
-
2 манера
-ы θ.1. υπόδειγμα, τρόπος (ενέργειας ή συμπεριφοράς). || ήθος, συμπεριφορά•манера вести себя τρόπος συμπεριφοράς ή του φέρεσθαι•
резкая манера απότομος τρόπος συμπεριφοράς•
у всякого манера своя манера ο καθένας έχει το δικό του τρόπο.
|| συνήθεια•у него неприятная манера перебивать собеседника αυτός έχει την κακή συνήθεια να διακόπτει τον συνομιλητή.
2. ύφος, στυλ•манера Рафаэля το στυλ του Ραφαήλ•
переменить -у αλλάζω το στυλ.
3. πλθ. -ы. τρόποι, σχέσεις, έθιμα•вульгарные -ы χυδαίοι τρόποι συμπεριφοράς•
непринуждённые -ы ανεπιτήδευτοι τρόποι συμπεριφοράς•
скромные -ы σεμνοί τρόποι συμπεριφοράς•
странные -ы παράξενοι τρόποι συμπεριφοράς.
εκφρ.всякими (разными) ή на всякие (разные) -ы – κατά τον καθένα, όπως ο καθένας νομίζει• διαφορετικά. -
3 стильный
επ., βρ: стилен, -льна, -льно.1. με στυλ,που έχει στυλ.2. ασυνήθιστα μοντέρνος, εξεζητημένος• παρατραβηγμένης, παράξενης μόδας, στυλ. -
4 стиль
стиль м 1) το στυλ; το ύφος (литературный) 2) (в искусстве) η τεχνοτροπία* * *м1) το στυλ; το ύφος ( литературный)2) ( в искусстве) η τεχνοτροπία -
5 манера
манер||аж ὁ τρόπος, ἡ συμπεριφορά / τό ὑφος, τό στυλ (стиль):\манера говорить (держать себя) ὁ τρόπος ὁμιλίας (συμπεριφοράς)· непринужденные \манераы οἱ ἀνεπιτήδευτοι τρόποι· \манера пения τό στυλ τοῦ τραγουδιοῦ. -
6 стиль
стильм в разн. знач. τό στυλ/ ὁ ρυθμός (об архитектуре, мебели)/ лит. τό ὑφος:новый \стиль (о календаре) τό νέον ἡμερολόγιο[ν]· высокий \стиль τό ὑψηλό στυλ. -
7 вкус
-а α.1. γεύση•горький вкус πικρή γεύση•
кислый вкус ξυνή γεύση•
органы -а τα όργανα της γεύσης•
приятный вкус ευχάριστη γεύση•
пробовать на вкус γεύομαι, δοκιμάζω τη γεύση.
2. κλίση, τάση•вкус к поэзии κλίση στην ποίηση.
|| γούστο, αρέσκεια•на мой вкус κατά το γούστο μου•
он был одетым со вкусом ήταν ντυμένος με γούστο, γουστόζικα•
у нее хороший вкус αυτή είναι νόστιμη, -μούλα•
приобрести вкус αποκτώ καλή συνήθεια•
это дело -а αυτό είναι κατά το γούστο του καθενός.
3. τρόπος, στυλ•ваза в античном -е δοχείο αρχαίου στυλ.
εκφρ.о -ах не спорят – περί ορέξεως ουδείς λόγος•войти во вкус – ορέγομαι, επιδίδομαι, με πάθος•входить во вкус – αρχίζω να γεύομαι, να αισθάνομαι ικανοποίηση. -
8 стилизация
-и θ.1. στυλιζάρισμα (πρόσδοση σε έργο Τέχνης, λόγου ίδιο στυλ).2. έργο κατ απομίμηση στυλ άλλου. -
9 тон
-а, πλθ. тона κ. тоны α.1. (μουσ. κ. φυσ.) τόνος• ήχος• φθόγγος•низкий тон χαμηλός τόνος•
-ие -а υψηλοί τόνοι.
2. (μουσ.) το μεταξύ δυο φθόγγων κανονικό διάστημα.3. βλ. тональность• мажорный тон ο τόνος ματζόρε•минорный тон ο τόνος μινόρε.
4. ο χαρακτήρας, η χροιά ήχου, φωνής•чистый тон музыкального инструмента καθαρός ήχος μουσικού οργάνου.
5. ο τόνος ομιλίας, ύφος λόγου•повелительный тон προστακτικός τόνος.
|| στυλ λόγου ή έργου•полемический тон πολεμικός τόνος.
|| χαρακτήρας, τρόπος (συμπεριφοράς, ζωής κλπ.).6. χρώμα, χρωματισμός• απόχρωση•светлые -ы οι φωτεινοί τόνοι των χρωμάτων, τα φωτεινά χρώματα.
εκφρ.в тон – ομοιοχρωμία, ομοχρωμία•в тон (говорить сказать) – με φυσικό τόνο (λέγω, μιλώ)•под тон – στον ίδιο τόνο (στυλ, πνεύμα)•-ом выше (говорить, сказать) – με ανεβασμένο τον τόνο της φωνής (μιλώ, λέγω)•-ом ниже (говорить, сказать) – με χαμηλό τόνο (μιλώ, λέγω)•задавать тон – παλ. σοβαρεύομαι, παίρνω σοβαρό ύφος• περηφανεύομαι•задать (дать) тон – α) μουσ. δίνω τόνο, βάση (για έναρξη τραγουδιού), β) δίνω κατεύθυνση, πορεία: дать тон собранию δίνω τον τόνο στη συνέλευση, γ) δείχνω το παράδειγμα•повысить – υψώνω τον τόνο της φωνής•сбавить (снизить, понизить) тон – χαμηλώνω τον τόνο της φωνής•попасть в тон – λέγω ή πράττω κάτι πετυχημένα, βαρώ στο ψητό. -
10 цыганщина
-ы θ.τσιγγάνικο στυλ ρωσικών μυθιστορημάτων. || τραγούδια, ρωμάτζο τσιγγάνικου στυλ. -
11 письмо
1. (умение, навыки писать, а также само написание) η γραφή, το γράψιμο 2. (система графических знаков, употребляемых для писания) η γραφήиероглифическое - см. идеографическое -пиктографическое - см. пиктографияслоговое - см. силлабическое -3. (почтовое отправление) το γράμμα, η επιστολήсрочное - επείγων - 4 (официальный документ) η επιστολ/ή, το γράμμαотправить - στέλνω/αποστέλλω την -подлинник - а см. оригинал - а подписать - υπογράφω την -посылать - στέλνω/αποστέλλω την --подтверждающее фрахтование -, η οποία επιβεβαιώνει την ναύλωσηсопроводительное - το συνοδευτικό γράμμα 5 (стиль манера художественного изображения) η τεχνοτροπία, το στυλРусско-греческий словарь научных и технических терминов > письмо
-
12 стиль
I.(совокупность признаков, приёмов, манер) о ρυθμόςο τρόποςτο ύφος, η τεχνοτροπία, το στυλразговорный - лингв. η καθομιλούμενη γλώσσα, η δημοτική (γλώσσα)II.(способ летоисчисления) το σύστημα μέτρησης του χρόνουстарый - (юлианский календарь) το Ιουλιανό ημερολόγιο, το παλαιό ημερολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > стиль
-
13 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
14 вырабатывать
вырабатыватьнесов, выработать сов1. (производить) παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω·2. (составлять план, резолюцию и т. п.) ἐπεξεργάζομαι, ἐκπονώ·3. (воспитывать, развивать) ἀποκτώ:\вырабатывать в себе каки́е-л. качества ἀποκτῶ ὁρισμένες ἀρετές· \вырабатывать хороший стиль διαμορφώνω καλό ὕφος, διαμορφώνω καλό στυλ'4. (зарабатывать) разг βγάζω, κερδίζω. -
15 газетный
газет||ныйприл τής ἐφημερίδας:\газетныйная статья τό αρθρο ἐφημερίδας· \газетныйный стиль τό δημοσιογραφικό στυλ· \газетныйная бумага ὁ τυπογραφικός χάρτης· \газетныйный киоск τό περίπτερο ἐφημερίδων. -
16 жанр
жанрм ί. (род произведений в каком-либо искусстве) τό είδος·2. (жанровая живопись) τό είδος, τό ζάνρ·3. (манера, стиль) ἡ μανιέρα, τό στυλ. -
17 небрежный
небрежныйприл1. ἀμελής, τσαπατσούλικος, ἀφρόντιστος / ἀκατάστατος, ἀτημέλητος (в одежде):\небрежныйая работа ἡ τσαπατσούλικη δουλειά· \небрежныйый стиль τό ἀκατάστατο στυλ·2. (безразличный) ἀδιάφορος:с \небрежныйым видом μέ ἀδιάφορο ὕφος. -
18 слог
слогм1. ἡ συλλαβή:последний \слог ἡ λήγουσα, ἡ τεχεϋταία συλλαβή· предпоследний \слог ἡ παραλήγουσα· читать по \слогам συλλαβίζω> διαβάζω συλλαβιστά·2. (стиль) τό ὕφος> τό στύλ. -
19 старый
ста́р||ыйприл1. παλιός/ γέρος, γηραιός, γηραλέος-(/τζ/ϊ. о человеке)·2. (прежний, давний) παλιός, παλαιός, ἀρχαΐος:\старыйые времена τά παλιά χρόνια, οἱ παλιοί καιροί· \старый стиль τό παλαιό στυλ, τό παλαιό ἡμερολόγιο· 3. -
20 стилистика
стилист||икаж ἡ στυ-λιστική, ἡ διδασκαλία γιά τό ὕφος, ἡ διδασκαλία στό στυλ.
См. также в других словарях:
στυλ — και στιλ, το, Ν άκλ. 1. λογοτ. ιδιαίτερος τρόπος έκφρασης, ύφος 2. (καλ. τεχν.) ρυθμός, τεχνοτροπία («γοτθικό στυλ») 3. μτφ. εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό 4. φρ. «έχει στυλ» μτφ. έχει προσωπικό ύφος, έχει προσωπικότητα, έχει αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
στυλ — το βλ. στιλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] … Dictionary of Greek
Μπιντερμάιερ — (Biedermeier). Συμβατικός όρος που χαρακτηρίζει έναν γερμανικό ρυθμό επίπλωσης. Αναπτύχθηκε μεταξύ 1815 και 1848 και πήρε την ονομασία του από ένα φανταστικό πρόσωπο το οποίο δύο συγγραφείς (ο Άντολφ Κουσμάουλ και ο Λούντβιχ Άιχροντ) ταύτισαν με… … Dictionary of Greek
Triklino — (Greek, Modern: Τρίκλινο, Katharevousa : Τρίκλινον, older name Priantza), is a small mountainous village (altitude 600 m.) of Greece. It is located in the northwest part of Greece and belongs to the Aetolia Acarnania prefecture.The artificial… … Wikipedia
Styl Kar — (its logo written in Greek as ΣΤΥΛ ΚΑΡ) was named after its founder, the very talented engineer Stylianos Karakatsanis. Its entire history is representative of a large number of Greek companies who were engaged in the construction of simple… … Wikipedia
Naxos — (Νάξος) Naxos, Portara Gewässer Mittelmeer Inselgruppe … Deutsch Wikipedia
STYL KAR — Foto eines Styl Kar Schauraumes STYL KAR (griechisch: ΣΤΥΛ ΚΑΡ) ist ein ehemaliger Hersteller von leichten dreirädrigen Nutzfahrzeugen. Gegründet wurde das Unternehmen 1959 vom griechischen Ingenieur Stylianos Karakatsanis. Vor der Gründung war… … Deutsch Wikipedia
Styl Kar — Foto eines Styl Kar Schauraumes STYL KAR (griechisch: ΣΤΥΛ ΚΑΡ) ist ein ehemaliger Hersteller von leichten dreirädrigen Nutzfahrzeugen. Gegründet wurde das Unternehmen 1959 vom griechischen Ingenieur Stylianos Karakatsanis. Vor der Gründung war… … Deutsch Wikipedia
Ligatures de l'alphabet grec — Stèle funéraire de Nicomédie (120 av. J. C., actuellement au Louvre) : la première ligne, θράσων Διογένους τήνδε ἀνέστησεν στυλ comporte les ligatures ων à la fin du première mot et ήν dans le troisième. Les lignes suivantes en… … Wikipédia en Français